Τα καλοκαίρια μας μικρά και ατέλειωτα τεσσάρια
Ερχόμενες για πρώτη φορά (ή για ακόμη μία φορά) στη σχολή, όλες λίγο πολύ, φέρουμε κάποιον ενθουσιασμό , γεμάτες από όρεξη για τη νέα αρχή και ότι πρόκειται να συναντήσουμε. Ο μύθος του «φοιτητικού ονείρου» όμως δεν αργεί να καταρρεύσει. Από τις πρώτες κιόλας μέρες, στο κεφάλι μας τριγυρνάει το άγχος ότι πρέπει να τελειώσουμε τη σχολή όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, προκειμένου να διασφαλίσουμε την άμεση επαγγελματική μας αποκατάσταση ή τέλος πάντων εξέλιξη της (πολύτιμης) καριέρας μας. Πέρα απ’ αυτό, καλούμαστε να προσαρμοστούμε σε μια νέα πραγματικότητα, με τη δυσκολία να χτίσουμε καινούργιες σχέσεις , με την πιθανότητα να χρειαστεί να δουλέψουμε για να πληρώσουμε το νοίκι μας και στη τελική με το να διαχειριστούμε όλα τα άγχη που η καθεμιά μας κουβαλάει. Η εντατικοποίηση αυτή προκύπτει τόσο από την ίδια τη σχολή και το πρόγραμμα σπουδών όσο και από την οικογένεια ή και εμάς τους ίδιους που έχουμε πειστεί πως αν δεν βγάλουμε τη σχολή σε 5 χρόνια και μάλιστα με καλό βαθμό ‘’θα μείνουμε πίσω’’ στο συνεχές κυνήγι της προσωπικής μας ανέλιξης.
Ο ατομικός όμως αυτός δρόμος που μας καλούν να ακολουθήσουμε, φαίνεται να μας απομακρύνει και να μας οδηγεί στον κόσμο του ανταγωνισμού, έναν αέναο ανταγωνισμό που στρέφεται ενάντια ακόμα και σε εμάς τις ίδιες. Αυτή η ατελείωτη προσπάθεια ατομικής επιτυχίας, όμως, απεικονίζεται στην καθημερινότητά μας μέσα από τα κενά βλέμματα σε αποστειρωμένους διαδρόμους ανάμεσα στα διαλείμματα, από τις μοναχικές εξεταστικές γεμάτες πίεση και απογοητεύσεις. Ρουτίνα και αποξένωση. Γιατί οι συναντήσεις μας όλο και λιγοστεύουν και η συλλογική αντιμετώπιση των ζητημάτων μας όλο και δυσκολεύει. Από τις ανάγκες μας που δεν εκφράστηκαν, τις αρνήσεις μας που έγιναν στιγμές παραφωνίας, τις καταπιέσεις που δεν απαντήθηκαν.
Όλη αυτή η αποπολιτικοποιήση αποτελεί για το πανεπιστήμιο μια ευκαιρία να προχωρήσει στα μέτρα αναδιάρθρωσης που σχεδιάζει εδώ και χρόνια με πρόσχημα τον εκσυγχρονισμό. Μέτρα όπως τα κλειδώματα των σχολών, οι αποκλεισμοί στη λέσχη, η νόμιμη παρουσία των μπάτσων στο campus και η συνεχής μετακύλιση του κόστους φοίτησης μας σε εμάς τις ίδιες. Ταυτόχρονα, το πανεπιστήμιο δεν αποτελεί ένα ουδέτερο έδαφος αλλά εντός του χτίζονται και αναπαράγονται όλες οι κοινωνικές αντιθέσεις και καταπιέσεις που βιώνουμε στη ζωή μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα διαχωρισμών που συναντάμε μέσα στη σχολή, είναι αντίληψη ότι οι γυναίκες δεν κάνουν για μηχανικοί και όσες λίγες το επιχειρούμε αντιμετωπιζόμαστε άνισα σε σχέση με τους άντρες. Έτσι, καλούμαστε να αποδεικνύουμε συνεχώς ότι είμαστε εξίσου ικανές και ταυτόχρονα να αντιμετωπίζουμε καθημερινά σεξιστικές συμπεριφορές από τους καθηγητές και συμφοιτητές μας.
Όλο αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον το καθιστά στα μάτια μας ένα ακόμα πεδίο αγώνα στο οποίο επιλέγουμε να συλλογικοποιηθούμε. Επιλέγουμε να χτίσουμε σχέσεις μέσα στις οποίες θα μπορέσουμε επιτέλους να υπάρξουμε με καλύτερους όρους. Να δημιουργήσουμε κοινότητες αγώνα μέσα στις οποίες θα εκφραστούν οι ανάγκες και οι επιθυμίες μας. Μέσα στις διαδικασίες μας προσπαθούμε να βρισκόμαστε με ίσους όρους απέναντι σε όλους αυτούς τους διαχωρισμούς που συναντάμε τόσο εντός όσο εκτός του πανεπιστημίου. Έτσι, επιλέγουμε να αντιτασσόμαστε στις εκλογικές διαδικασίες και στη λογική της ανάθεσης, που θέλει άλλους να αποφασίζουν για εμάς. Αντί αυτού λειτουργούμε αντιιερχαρικά και αδιαμεσολάβητα, ενάντια σε κομματικές λογικές.